εκσευομαι

εκσευομαι
    ἐκσεύομαι
    ἐκ-σεύομαι
    (3 л. sing. aor. med. ἐξέσσυτο, aor. pass. ἐξεσύθην) спешить прочь, выбегать, устремляться, aor. ринуться
    

(πυλῶν, νομόνδε Hom.)

    ἐξέσσυτο οἶνος Hom. — вино хлынуло;
    αἰχμέ ἐξεσύθη παρὰ ἀνθερεῶνα Hom. — острие вонзилось до подбородка;
    βλεφάρων ἐξέσσυτο ὕπνος Hom. — сон слетел с вежд


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εκσευομαι" в других словарях:

  • εκσεύομαι — ἐκσεύομαι (Α) 1. ορμώ, εξορμώ, εξέρχομαι, τρέχω έξω («πυλέων ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ», Ιλ. Η) 2. (για κρασί) ξεχύνομαι, χύνομαι προς τα έξω 3. (για ύπνο) εγκαταλείπω, φεύγω 4. (απολ.) εξορμώ, βγαίνω ορμητικά προς τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ… …   Dictionary of Greek

  • ἐκσοῦ — ἐκσεύομαι rush out pres imperat mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεσύθη — ἐκσεύομαι rush out aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέσσυσθαι — ἐκσεύομαι rush out pres inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέσσυται — ἐκσεύομαι rush out pres ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέσσυτο — ἐκσεύομαι rush out imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέσσυτ' — ἐξέσσυται , ἐκσεύομαι rush out pres ind mid 3rd sg ἐξέσσυτο , ἐκσεύομαι rush out imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»